Η μελέτη της Αιγαιακής Θράκης έχει παραδοσιακά εστιάσει στην ιστορική τοπογραφία, δηλαδή στην αναγνώριση πόλεων, οικισμών και σημαντικών τόπων–μνημείων μέσω γραπτών πηγών, χαρτών και ιστορικών καταγραφών. Αυτή η προσέγγιση μας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για την οργάνωση και τη λειτουργία των αρχαίων κοινοτήτων, αλλά συχνά περιοριζόταν σε ένα στατικό και αποσπασματικό πλαίσιο.
Σήμερα, η έρευνα στρέφεται προς την αρχαιολογία του τοπίου, η οποία εξετάζει την περιοχή ως ένα ενιαίο, δυναμικό περιβάλλον, όπου οι φυσικές συνθήκες, οι ανθρώπινες παρεμβάσεις και οι κοινωνικές–πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις διαμορφώνουν από κοινού το τοπίο. Μέσα από αρχαιολογικά ευρήματα, γεωχωρικές τεχνικές, ανάλυση περιβάλλοντος και τεχνολογίες GIS, μπορούμε να εμβαθύνουμε περισσότερο στο πώς οι άνθρωποι συνδέονταν με τον χώρο τους, πώς τον τροποποιούσαν και πώς τον βίωναν καθημερινά.
Η μετατόπιση από την ιστορική τοπογραφία στην αρχαιολογία του τοπίου ανοίγει νέους δρόμους κατανόησης της περιοχής, επιτρέποντάς μας να βλέπουμε όχι μόνο μεμονωμένα μνημεία και θέσεις, αλλά και τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, τις κοινότητες και το περιβάλλον τους μέσα στον χρόνο. Μέσα από αυτή την ολιστική προσέγγιση, η περιοχή της Αιγαιακής Θράκης αναδεικνύεται ως ένα ζωντανό τοπίο, όπου η ιστορία, η οικολογία, οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και ο υλικός πολιτισμός έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωσή του.
Η ιστορική τοπογραφία αποτέλεσε για δεκαετίες βασικό εργαλείο για την κατανόηση του παρελθόντος, εστιάζοντας στον εντοπισμό θέσεων ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, στην ταύτισή τους με τοπωνύμια γνωστά από αρχαίες πηγές και στην ερμηνεία τους μέσα από δημιουργία χαρτών και ιστορικού-αρχαιολογικού λόγου. Ανέδειξε διαφόρων ειδών κατάλοιπα του αρχαίου δομημένου περιβάλλοντος (πόλεις, ιερά, οδικά δίκτυα κ.α.) εντός ενός ερμηνευτικού πλαισίου που έδινε έμφαση στην ταύτιση και στη χωρική ακρίβεια, με αποτέλεσμα μια περισσότερο στατική θεώρηση του χώρου, ως σκηνικό μέσα στο οποίο εκτυλίσσονταν τα ιστορικά γεγονότα.
Από τα τέλη του 20ου αιώνα και μετά, η αρχαιολογία τοπίου προτείνει μια διαφορετική οπτική. Το δομημένο ανθρωπογενές περιβάλλον δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως ουδέτερο υπόβαθρο, αλλά ως ένα πολυεπίπεδο και δυναμικό πεδίο αλληλεπιδράσεων. Βασισμένη στο πλούσιο σώμα δεδομένων που προέκυψε από τις τοπογραφικές έρευνες, προχωρά πέρα από την ταύτιση αρχαίων τοπωνυμίων και εξετάζει το πώς οι άνθρωποι διαμόρφωσαν και νοηματοδότησαν τον χώρο τους μέσα στον χρόνο. Οι οικισμοί, οι αγροτικές εκτάσεις, τα μνημεία, οι δρόμοι ερμηνεύονται στο πλαίσιο μιας συνεχούς αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνίας και περιβάλλοντος. Χάρη στην αρχαιολογία τοπίου, η ερευνητική ματιά έχει πλέον μετατοπιστεί από το σημειακό και στατικό, στο δυναμικό και βιωματικό.
Η στροφή αυτή συνοδεύτηκε από μεθοδολογικές και τεχνολογικές καινοτομίες. Όσον αφορά στην αρχαιολογία πεδίου η έρευνα στράφηκε σε συστηματικές επιφανειακές έρευνες, στην ανάλυση οικοσυστημάτων, σε γεωαρχαιολογικές προσεγγίσεις, στη χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS). Ως προς τη θεωρητική διάσταση του ζητήματος, η αρχαιολογία τοπίου εμπνέεται από την κοινωνική ανθρωπολογία, τη γεωγραφία και τη θεωρία του χώρου, δίνοντας έμφαση σε ζητήματα ταυτότητας, μνήμης και πρόσληψης. Το τοπίο νοείται έτσι ως μια ζωντανή και μεταβαλλόμενη κοινωνική κατασκευή, που ενσωματώνει μνήμες, αφηγήσεις, πρακτικές και αναπαραστάσεις.

