Η οροσειρά της Ροδόπης αποτελεί το βόρειο όριο της Αιγαιακής Θράκης και εκτείνεται περίπου 190 χιλιόμετρα, από την κοιλάδα του Νέστου έως αυτήν του Έβρου. Αναδύεται πάνω από την πεδινή περιοχή, με κορυφές που συχνά ξεπερνούν τα 1.000 μέτρα και φτάνουν έως τα 1.953 μέτρα, δημιουργώντας ένα φυσικό όριο μεταξύ του Βορείου Αιγαίου στα νότια και της ηπειρωτικής Θράκης στα βόρεια. Διαιρούμενη από τον ποταμό Κομψάτο σε δυτική και ανατολική ζώνη, η Ροδόπη παρουσιάζει έντονες αντιθέσεις: υψηλές κορυφογραμμές και βαθιές κοιλάδες, πυκνά δάση και απομακρυσμένα λιβάδια με γραφικά χωριά. Εκτείνεται βόρεια των νομών Δράμας, Ξάνθης και Ροδόπης, αποτελώντας φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Η Ροδόπη χωρίζεται σε Ανατολική, Κεντρική και Δυτική και φιλοξενεί ποικίλα τοπία, από ορεινές κορυφές και κοιλάδες έως πυκνά δάση και ποτάμια. Η ψηλότερη κορυφή της Κεντρικής Ροδόπης φτάνει τα 1.953 μ. στο Παρθένο Δάσος του Φρακτού. Το κλίμα, η φυσιογραφία, η γεωλογία και η ανθρώπινη παρουσία διαμόρφωσαν ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό οικοσυστημάτων.
Η Ροδόπη αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους βιολογικούς θησαυρούς της Ευρώπης. Δεν επηρεάστηκε από τους παγετώνες κατά το Πλειστόκαινο, γεγονός που επέτρεψε σε πολλά είδη της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης να βρουν καταφύγιο και να διατηρηθούν μέχρι σήμερα. Σχεδόν το 60% της ευρωπαϊκής χλωρίδας απαντάται εδώ, με 211 σπάνια ή απειλούμενα είδη, εκ των οποίων 15 απομεινάρια της εποχής των παγετώνων και 50 ενδημικά. Στο ελληνικό τμήμα συναντώνται όλες οι ζώνες βλάστησης, από τις μεσογειακές έως τις ψυχρόβιες των κωνοφόρων, ενώ τα πυκνά δάση καλύπτουν το 84% της έκτασης, φιλοξενώντας πλούσια πανίδα και χλωρίδα και διατηρώντας ολοκληρωμένα, υγιή οικοσυστήματα.
Μακριά από το να θεωρείται περιθωριακό ή απρόσιτο μέρος, η Ροδόπη υπήρξε πάντα κεντρική στη ζωή της περιοχής. Τα δάση, τα ορυκτά – μέταλλα, οι ποταμοί και τα λιβάδια της παρείχαν πολύτιμους πόρους, υποστηρίζοντας τόσο τις τοπικές κοινότητες όσο και ευρύτερα δίκτυα ανταλλαγών. Κοπάδια από βραχυκέρατες αγελάδες έβοσκαν στα ορεινά λιβάδια, ενώ η ξυλεία και η πέτρα αξιοποιούνταν για κατασκευές. Τα ορεινά μονοπάτια συνέδεαν την ακτή με το εσωτερικό της Θράκης και, ακόμη και στην πρώιμη σύγχρονη εποχή, καραβάνια από καμήλες διέσχιζαν τα περάσματα, ακολουθώντας αρχαίες οδικές αρτηρίες που συνέδεαν τις θρακικές κοινότητες με τα λιμάνια του Αιγαίου.
Τα βουνά είχαν επίσης βαθιά πνευματική σημασία. Ιερά κορυφής, βραχογραφίες, κόγχες και ανάγλυφα—όπως το διάσημο ανάγλυφο του Μίθρα στις Θέρμες—μαρτυρούν τον ρόλο τους ως ιερές τοποθεσίες για λατρείες, όπως αυτή του Θράκα Ιππέα. Σήμερα, η Ροδόπη παραμένει ένας τόπος εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς και βιοποικιλότητας, με δάση, ποτάμια και μερικούς από τους τελευταίους πληθυσμούς από λύγκες και αρκούδες της Ελλάδας. Για την αρχαιολογία, την ιστορία και την οικολογία, η οροσειρά της Ροδόπης αποτελεί τη ζωντανή ραχοκοκαλιά της πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς της Θράκης.
Ιστορία και πολιτισμός
Η οροσειρά της Ροδόπης χαρακτηρίζεται από πληθώρα αμυντικών περιβόλων και οχυρώσεων. Τα φρούρια, όπως το φρούριο της Καλύβας στο ύψωμα Κάστρο 9 χμ. βορείως του Νεοχωρίου Ξάνθης που ήταν σε χρήση από την ύστερη κλασική ως τη ρωμαϊκή εποχή, ξεχωρίζουν χάρη στην κατασκευή τους. Οχυρωμένες θέσεις, όπως οι περίβολοι στις θέσεις Τσούκα Σαρακηνής, Ζαρκαδιά Λευκόπετρας, Κιμμέρια, Θέρμες, Ωραίο κ.α., είναι λιγότερο εκλεπτυσμένες ως προς την κατασκευή, εξίσου σημαντικές, όμως, για τον έλεγχο των ορεινών διαβάσεων από και προς την θρακική ενδοχώρα. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτού του είδους οι πολυάριθμες οχυρωμένες κορυφές λόφων, γνωστές ως «ακροπόλεις», που εντοπίζονται τόσο στη βουλγαρική όσο και στην ελληνική πλευρά της οροσειράς της Ροδόπης, αποτελούν τους τυπικούς χώρους κατοίκησης της Εποχής του Σιδήρου. Παρόμοιες οχυρωμένες κορυφές λόφων εμφανίζονται την ίδια εποχή σε όλη την Ευρώπη. Έχει επίσης προταθεί ότι οι οχυρωμένες αυτές θέσεις εξυπηρετούσαν την ανάγκη για ασφαλή επικοινωνία και εμπόριο αγαθών στην περιοχή, ή λειτουργούσαν ως θρησκευτικοί τόποι. Η εθνοαρχαιολογική έρευνα που διεξήχθη στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την ερμηνεία αυτών των θέσεων. Αν και οι περισσότερες θέσεις δεν έχουν ανασκαφεί, αρκετές φαίνεται πώς χαρακτηρίζονται από διαχρονική ανθρώπινη παρουσία. Η χρήση τους για στρατιωτικούς σκοπούς κατά τους βυζαντινούς χρόνους δεν αποκλείει την πιθανότητα οι θέσεις αυτές να είχαν διαφορετικό χαρακτήρα σε αρχαιότερους χρόνους.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ορεινής Αιγαιακής Θράκης είναι οι βραχογραφίες της Ύστερης Εποχής Χαλκού-Πρώιμης Εποχής Σιδήρου. Βραχογραφίες που απεικονίζουν ανθρώπινες μορφές ή ζώα, όπως αυτές στην Ρούσσα και το Γονικό Έβρου, καθώς και συστάδες κοιλοτήτων διαφόρων διαστάσεων σε βράχους της Ροδόπης και του Ισμάρου (π.χ. Ασκητές, Σαρακηνή, Μυρτίσκη), έχουν ερμηνευθεί ως δημιουργήματα θρακικών φύλων με σκοπό την προστασία ποιμένων και των ζώων τους από επιβλαβείς υπερφυσικές ή φυσικές δυνάμεις.
Κοντά στον οχυρωμένο περίβολο των Θερμών, βρέθηκε ένα ανάγλυφο του Μίθρα, της προστάτιδας θεότητας των στρατιωτικών συντεχνιών κατά τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. Έχει υποστηριχθεί ότι η τοποθεσία δεν είναι τυχαία, καθώς πιθανότατα αποτελούσε την κύρια διαδρομή που ακολουθούσαν οι νεοσύλλεκτοι ή μονάδες που στρατολογούνταν στις ορεινές περιοχές, ενώ κατευθύνονταν προς τα μεγάλα λιμάνια των ακτών του Αιγαίου. Ένα άλλο εύρημα, ένας θησαυρός με 900 τετραρχικά νομίσματα κοντά στον οικισμό του Ωραίου, ενισχύει την άποψη ότι – τουλάχιστον κατά τη ρωμαϊκή περίοδο – οι ορεινές διαδρομές είχαν σημαντική στρατιωτική σημασία, όπως και τα φρούρια που επιτηρούσαν τα περάσματα και ενδεχομένως λειτουργούσαν ως σταθμοί πληρωμής για στρατιωτικά τμήματα.
Δύο μακεδονικοί τάφοι έχουν εντοπιστεί στην ορεινή Αιγαιακή Θράκη. Ο ένας, κοντά στα Σύμβολα Ροδόπης, είναι του 3ου αιώνα π.Χ. και ο δεύτερος, μεταξύ Σταυρούπολης και Κομνηνών Ξάνθης, χρονολογείται στο 200-150 π.Χ. Δύο ακόμη μακεδονικοί τάφοι έχουν εντοπιστεί σε θέσεις (Λαγυνά και στο Ελαφοχώρι του Έβρου) κοντά στους πρόποδες της Ροδόπης και χρονολογούνται στον 4ο αι. π.Χ.
Το ιδιαίτερο ανάγλυφο της οροσειράς της Ροδόπης με τις έντονες κλίσεις του εδάφους, δεν επιτρέπει μεγάλη ποικιλία στον τρόπο επικοινωνίας των ορεινών θέσεων μεταξύ τους. Έτσι, τα βυζαντινά και οθωμανικά πετρόχτιστα γεφύρια, όπως η βυζαντινή γέφυρα του Πολυάνθου ή το οθωμανικό γεφύρι του Ξηροποτάμου, σε συνδυασμό με τα χαρτογραφημένα σύγχρονα ορειβατικά μονοπάτια μπορούν να συμβάλουν στην ευρύτερη θεώρηση του ανθρωπογενούς τοπίου στην Ροδόπη, στο πλαίσιο μιας έρευνας μακράς διάρκειας (longue durée).

